στεναξιά
Смотреть что такое "στεναξιά" в других словарях:
στεναξιά — η, Ν στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] … Dictionary of Greek
στεναξιά — η στεναγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεναξιάρης — α, ικο, Ν [στεναξιά] αυτός που συνεχώς στενάζει … Dictionary of Greek